Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Σαλαμίνα της Κύπρος, Γ. Σεφέρη

Εισαγωγή Το ποίημα είναι παρμένο από τη συλλογή «Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ», που εκδόθηκε το 1955. Αρχικός τίτλος της συλλογής «...Κύπρον ου μ’ θέσπισεν». Η φράση αυτή είναι παρμένη από την τραγωδία «Ελένη», του Ευρυπίδη. Την προσφέρει ένας από τους ήρωες της τραγωδίας, ο Τεύκρος, αδελφός του Αίαντα, που μετά την άλωση της Τροίας ο Απόλλων του όρισε να πάει να εγκατασταθεί στην Κύπρο: «...ες γην εναλίαν Κύπρον, ου μ’ θέσπισεν οικείν Απόλλων ...» Τη φράση αυτή χρησιμοποιεί για λογαριασμό του ο Σεφέρης, θέλοντας να δείξει πως του ήταν σαν από τη μοίρα γραμμένο να γνωρίσει την Κύπρο και να την αισθανθεί σαν ένα θαύμα (μια ακόμη όψη του ελληνικού θαύματος), όπως αναφέρει ο ίδιος σ’ ένα επεξηγηματικό σημείωμα του στο τέλος της συλλογής: «Τα ποιήματα της συλλογής αυτής μου δόθηκαν το φθινόπωρο του 53 όταν ταξίδεψα πρώτη φορά στην Κύπρο. Ήταν η αποκάλυψη ενός κόσμου και ήταν ακόμη η εμπειρία ενός ανθρώπινου δράματος, που όποιες και να’ ναι οι σκοπιμότητες της καθημερινής συναλλαγής, μετρά και κρίνει την ανθρωπιά μας. Ξαναπήγα στο νησί το 54. Αλλά και τώρα ακόμη που γράφω τούτο σ’ ένα πολύ παλιό αρχοντικό στα Βαρώσια – ένα σπίτι που πάει να γίνει φυτό – μου φαίνεται πως όλα κρυσταλλώθηκαν γύρω από τις πρώτες, τις νωπές αισθήσεις εκείνου του αργοπορημένου φθινοπώρου. Η μόνη διαφορά είναι που έγινε από τότε περισσότερο οικείος, περισσότερο ιδιωματικός. Και συλλογιζόμουν πως αν έτυχε να βρω στην Κύπρο τόση χάρη, ίσως γιατί το νησί αυτό μου έδωσε ό,τι είχε να μου δώσει σ’ ένα πλαίσιο αρκετά περιορισμένο για να μην εξατμίζεται, όπως στις πρωτεύουσες του μεγάλου κόσμου, η κάθε αίσθηση και αρκετά πλατύ για να χωρέσει το θαύμα. Είναι περίεργο να το λέει κανείς σήμερα. Η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμα».
Μέσα από το ποίημα «Σαλαμίνα της Κύπρος» ο Σεφέρης κάνει πατριωτική ποίηση, όχι με ρητορισμούς και δημοκοπίες, αλλά με το απλό μίλημα, με τους υπαινιγμούς – με την κουβέντα – και με το χρησμοδοτικό λόγο, με το ύφος δηλαδή της προφητείας που προμηνάει την τελική επικράτηση του δικαίου στην Κύπρο και την απελευθέρωση του νησιού από τους Άγγλους κατακτητές.
Ο ποιητής παραπέμπει στην τραγωδία του Αισχύλου «Πέρσαι», παραθέτοντας κάτω από τον τίτλο ένα χωρίο: Σαλαμίνα τε τας νυν ματρόπολις των δ’ αιτία στεναγμών (και η Σαλαμίνα, που η μητρόπολη της σήμερα σ’ αυτούς τους στεναγμούς μας έχει βάλει).

Ανάλυση Ποιήματος

Ενότητα 1(Στίχοι 1-4) Το σκηνικό
Επιγραφή από την τραγωδία του Αισχύλου «Πέρσαι».


(...Και τη Σαλαμίνα που η μητρόπολη της σήμερα σ’ αυτούς τους στεναγμούς μας έχει βάλει». (Μετάφραση Γρυπάρη)


Βρισκόμαστε σε κάποιο ακρογιάλι. Πότε ήλιος, πότε ψιλή βροχή. Είναι φθινόπωρο (Νοέμβριος 1953 τέλος ποιήματος). Γύρω τριγύρω θρύψαλα από παλιά πιθάρια, κάποιες κολώνες, χωρίς σημασία πια έτσι όπως στέκονται χωρίς να υποβαστάζουν κάτι ή γέρνουν στο έδαφος. Το τοπίο συμπληρώνεται μ’ ένα εκκλησάκι, τον Άγιο Επιφάνιο που θυμίζει την ακμή μιας αυτοκρατορίας που έχει πια χαθεί. Επειδή πρόκειται για βυζαντινό κτίσμα, ο νους μας πάει οπωσδήποτε στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Το επίθετο όμως «πολύχρυση» πλαταίνει την ιστορική αναφορά σε κάθε αυτοκρατορία που πέρασε απ’ εδώ. Μυκηναϊκή, Περσική, Ρωμαϊκή, Βρετανική κ.λ.π. (Το στήσιμο των σκηνικών είναι συνηθισμένη τεχνική στην ποίηση του Σεφέρη).


Ενότητα 2 (Στίχοι 5-15) Ο ποιητής
Στίχος 5: Με τη λέξη εδώ ο ποιητής μπαίνει στη σκηνή. Το φανταζόμαστε να στέκεται εδώ σ’ αυτό το ακρογιάλι και να περιφέρει εξεταστικά τη ματιά του οδηγώντας μας κι εμάς μαζί του. Απ’ εδώ λοιπόν πέρασαν τα νέα κορμιά. Είναι ο έρωτας, η ζωή, η έντονη αντίθεση με την προηγούμενη εικόνα των ερειπίων. Το ρήμα «πέρασαν» μας σταματά. Πότε; Κάποτε σ’ένα μακρινό παρελθόν τότε που αυτή η πολιτεία έσφυζε από ζωή ή τώρα μόλις, τώρα που στέκεται εκεί ο ποιητής; Ίσως και τα δύο. Δηλαδή δεν αποκλείεται ο ποιητής στην επίσκεψή του να είδε στα ερείπια την ίδια τη ζωή, συντροφιές νέων ανθρώπων που απολάμβαναν τη θάλασσα, το ωραίο τοπίο κι η σκέψη του έτσι να οδηγήθηκε στην αντίθεση. Ναι, ερείπια τριγύρω η ζωή συνεχίζεται. Η ζωή δεν έσβησε σ’ αυτό τον τόπο και με τον ίδιο τρόπο θα συνεχιστεί.
Το «Κύριος επί υδάτων πολλών» που ακολουθεί είναι από τον ψαλμόν 28ον ψαλμό, του οποίου ο πρώτος στίχος «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων» θα χρησιμοποιηθεί στο τέλος του ποιήματος. Η σχέση του ψαλμού με τη Σαλαμίνα είναι εξωτερική και εσωτερική. Εξωτερική: Ο Σεφέρης στο ημερολόγιο του γράφει για τον Άγιο Επιφάνιο, τα ερείπια της Σαλαμίνας και παραθέτει και τρεις επιγραφές που βρέθηκαν στη Σαλαμίνα παραπέμποντας σ’ ένα περιοδικό αρχαιολογικό απ’ όπου άντλησε τις πληροφορίες για τις επιγραφές που είχαν βρεθεί το 1933. Ανάμεσα στις επιγραφές ήταν κι ο ψαλμός. Σίγουρα όμως πρέπει να υπάρχει και μια εσωτερική σύνδεση. Δηλαδή παίρνοντας αφορμή από την επιγραφή της στέρνας και ενσωματώνοντας την μέσα στο ποίημα φαίνεται να δηλώνει : «Ο Θεός βρίσκεται πάντα σ’ αυτό τον τόπο, σ’ αυτό το πέρασμα. Ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, ο δημιουργός της ζωής, αλλά και ο κύριος της Δικαιοσύνης που θα ταυτιστεί έτσι με το θεό του Αισχύλου (Τραγωδία του Αισχύλου, Πέρσαι), τον τιμωρό της Ύβρης.
Μέσα σ’ αυτή τη μυστηριακή ώρα, μέσα σ’ αυτό το βύθισμα στο οποίο οδήγησε τον ποιητή παρελθόν και παρόν φυσικά έρχεται η εντύπωση πως κάποιος είναι πλάι του. «Βήματα στα χαλίκια». Μα δεν είναι κανείς. Μονάχα μια ασώματη φωνή που δεν είναι σίγουρα άλλη από την ενδιάθετη φωνή, από τη σκέψη του ποιητή, τόσο έντονη ώστε να γεμίζει το χώρο. (Οι ασώματες κι απόκοσμες φωνές είναι χαρακτηριστικό της Σεφερικής ποίησης).


Ενότητα 3 (Στίχοι 16-34) Η προφητική φωνή
Η ενότητα αρχίζει μ’ ένα στίχο από το Μακρυγιάννη: «Η γης δεν έχει κρικέλια για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν». Βέβαια το νόημα δεν επαναλαμβάνεται αυτούσιο. Ο Μακρυγιάννης αναφέρει αυτή τη φράση στην εισαγωγή του θέλοντας να τονίσει τη συλλογικότητα. Γράφει: «Ότι κρικέλια δεν έχει η γης να την πάρει κανείς εις την πλάτη του, ούτε ο δυνατός, ούτε ο αδύνατος κι όταν είναι ο καθείς αδύνατος εις ένα πράγμα και μόνος του δεν μπορεί να πάρει το βάρος και παίρνει και τους άλλους και βοηθούν, τότε να μη φαντάζεται να λέγει ο αίτιος εγώ, αλλά να λέγει εμείς».
Ο Σεφέρης προσθέτοντας το «να φύγουν» δίνει ένα ελαφρώς διαφοροποιημένο νόημα. Ότι οι ξένοι κατακτητές ό,τι και να κάνουν δεν μπορούν να πάρουν και τη γη μαζί τους και να φύγουν. Οι κατακτητές έρχονται και παρέρχονται αλλά η γη μας θα είναι πάντα εκεί.
Η συνέχεια είναι επίσης από το Μακρυγιάννη, ο οποίος στο Α΄ κεφ. Του Β΄ βιβλίου των Απομνημονευμάτων του, μιλώντας για τον Καποδίστρια γράφει: Ο κυβερνήτης δε θέλει να ακούγει από τους Έλληνες σωτήρα και δεύτερον Θεόν τους, θέλει να είναι δούλος μιας δύναμης, να της κάμει δούλεψη – να χύσει ένα φλυντζάνι γλυκό νερό να γλυκάνει τη θάλασσα».
Στους στίχους του Σεφέρη η ιδέα που προβάλλεται είναι: οι κατακτητές δεν μπορούν όποια μέσα κι αν χρησιμοποιήσουν να ξεγελάσουν τη δίψα των κατακτημένων για ελευθερία. Δεν μπορούν με τα λίγα πράγματα που τους παρέχουν, με κάποια ίσως προνόμια, με κάποια καλοπιάσματα να τους δελεάσουν. Η λαχτάρα των Κυπρίων για ελευθερία είναι μεγάλη και πλατιά σαν τη θάλασσα. Μπορεί να τη σβήσει νερό μισό δράμι;


Στους επόμενους στίχους «Και τούτα ... οι ψυχές», η έμφαση πέφτει στην αντίθεση σώμα-ψυχή, ύλη-πνεύμα. Το σώμα υποφέρει, η ύλη φθείρεται, η ψυχή είναι κάτι που ξεφεύγει απ’ την όποια προσπάθεια του κατακτητή να την αλλάξει ή να την ξεκάμει. Τα σύνεργα είναι ασφαλώς τα μέσα που χρησιμοποίησαν όλοι οι κατά καιρούς κατακτητές. Εξισλαμισμός, προνόμια, επέμβαση στο έργο της παιδείας (ας θυμηθούμε τα αυστηρά, μέτρα των Άγγλων μετά τα Οκτωβριανά). Μα η ψυχή, η εθνική συνείδηση δεν άλλαξε.
Ο στίχος «πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν» παρουσιάζει κάποια ερμηνευτική δυσκολία. Το υποκείμενο του ξέρουν μήπως είναι τα κορμιά ή οι κατακτητές. Η δεύτερη ερμηνεία είναι πιο πιθανή, (ότι δηλ. οι κατακτητές δεν ξέρουν από ποιο χώμα είναι πλασμένοι οι άνθρωποι αυτού του τόπου, ποιο είναι το παρελθόν, ποια η ιστορία τους), όμως η ερμηνεία σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι αυτού του τόπου μπορεί να είναι αμόρφωτοι, μπορεί να μην ξέρουν ποιοι κατακτητές πέρασαν απ’ αυτό τον τόπο, αλλά η συνείδηση τους είναι πέρα για πέρα ελληνική, είναι το ίδιο συναρπαστική.
Αποτέλεσμα αυτής της εθνικής συνείδησης είναι οι επόμενοι στίχοι. Στο στ. «δεν αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ», κάποιος σχολιαστής διακρίνει την ανάλυση μιας εικόνας του Αισχύλου μ’ ένα χρώμα μακρυγιάννικο. Επίδραση απ’ το στίχο του Αισχύλου «γιατί η περηφάνια μεστώνοντας καρποφοράει ολέθρου στάχυ». Το δε μακρυγιάννικο χρώμα το δίνει ο τύπος «αστάχυ». Ο Μακρυγιάννης χρησιμοποιεί συχνά ουσιαστικά με α μπροστά (ασκούντημα).
Σ’ αυτή την Αισχύλεια εικόνα ο Σεφέρης προσθέτει μια παρόμοια «να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι». Η πίκρα, η αγανάκτηση θα φουσκώσει, θα ξεχειλίσει, θα ξεσπάσει. Είναι ο μόνος στίχος του αποσπάσματος που αναφέρεται στους κατακτημένους. Οι άλλοι έχουν το μοτίβο της ύβρης που δίνει καρπό στην άτη. Άρα αυτή η ύβρις είναι το κακό που σηκώνει κεφάλι, αυτή η ύβρη είναι που γεμίζει τον άρρωστο νου με την τρέλα. «Πώς δεν ήταν του νου βλάβη που έπιασε το γιο μου;» Ρωτά ο Δαρείος αναλογιζόμενος τη μεγάλη τρέλα του γιου του Ξέρξη ν’ αλυσοδέσει τον Ελλήσποντο και να τα βάλει μ’ όλους τους Θεούς (Πέρσαι 748-750). Βέβαια κι η ερμηνεία που δέχεται πως «το κακό που σηκώνει κεφάλι» είναι ο ξεσηκωμός των σκλάβων και πως η τρέλα είναι η ιερή τρέλα κάθε επανάστασης δεν είναι χωρίς βάση. Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς... λέει κάπου στ’ απομνημονεύματα του ο Κολοκοτρώνης. Η πρώτη ερμηνεία όμως είναι πιο πιθανή. Η ενότητα κλείνει με το «νήσος τις έστι...(στ.447)». Και πάλι ο Αισχύλος : «Είναι στη Σαλαμίνα εμπρός ένα νησάκι...» εξιστορεί ο αγγελιαφόρος στη βασίλισσα την καταστροφή του άνθους των Περσών που είχαν αποβιβαστεί στο μικρό αυτό νησί για να αποτελειώσουν τους Έλληνες που θα έφταναν ως εκεί μετά την ήττα τους στη ναυμαχία όπως λογάριαζε ο Ξέρξης. Οι Έλληνες όμως νίκησαν κι εδώ. Στο στ. νήσος τις έστι υπάρχει συμπύκνωση νοημάτων. Ο Σεφέρης βρίσκεται στην Κύπρο (νησί), μιλά για την Κύπρο. Νησί είναι και η Σαλαμίνα όπου βρήκαν οικτρό τέλος οι υπερήφανοι Πέρσες. Σαλαμίνα είναι κι η πόλη όπου στέκεται τώρα ο ποιητής κι ακούει τη μυστική φωνή. Θα επαναληφθεί άραγε η ιστορία; Ο ποιητής το πιστεύει.


Ενότητα 4 (Στίχοι 35-49) Μνήμες του πολέμου-αντίφαση διακηρύξεων και έργων
Η σκέψη του ποιητή μεταπηδά απ’ τους αλλοτινούς εχθρούς, τους Πέρσες στους τωρινούς, τους Άγγλους. Κανένας απ’ τους δύο φυσικά δεν αναφέρεται ονομαστικά. Μα καμιά αμφιβολία δεν έχουμε ότι πρόκειται γι’ αυτούς όταν μιλά για τους «φίλους του άλλου πολέμου». Υπενθυμίζει ξανά ο ποιητής τον τόπο που βρίσκεται «σ’ αυτή την έρημη συννεφιασμένη ακρογιαλιά» ενώ η σκέψη του πάει αντιθετικά σ’ αυτούς που έπεσαν πολεμώντας για κάποιες αρχές κι είναι ο ίδιος λαός που καταπατώντας αυτές τις αρχές κρατά υπόδουλη την Κύπρο. Οι εικόνες που ακολουθούν είναι όλες εικόνες θανάτου και καταστροφής.
Στην ίδια ενότητα ο ποιητής ενσωματώνει σχεδόν αυτούσια την προσευχή που είχε φτιάξει για το καράβι του ο αντιπλοίαρχος λόρδος Hugh Beresford την οποία ο Σεφέρης είχε διαβάσει (βλ. Σχόλια του βιβλίου). Η ποιητική της απόδοση έχει βέβαια τη σφραγίδα του Σεφέρη «την αρπαγή, το δόλο κι απάτη ή ακόμα ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων». Θυμίζοντας μας πάλι το Μακρυγιάννη: «γιατί τα τραβήξαμε αυτά; Γι’ αυτεινή την πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δε βρίσκουμε από κανένα. Όλο δόλο κι απάτη». «Το στέγνωμα της αγάπης» επανέρχεται συχνά στην ποίηση του Σεφέρη.


Ενότητα 5 (Στίχοι 49-60) Ο δραματικός διάλογος
Μια καινούρια φωνή μπαίνει στο ποίημα. Είναι η φωνή της σύνεσης, της υποταγής στη μοίρα. Σαν ν’ ακούεται χορός γερόντων να υποδεικνύει το αδύνατο κι ανέφικτο της πάλης με τους ισχυρούς. «Καθένας...άλλων». Δεν υπάρχει επικοινωνία, δεν υπάρχει έγνοια για τους άλλους, άτομα και λαούς. Ο καθένας κλείνεται στον κόσμο του.
Η συνετή φωνή είναι και πολλών άλλων, αλλά και του ίδιου του ποιητή. Ο Σεφέρης δεν ήταν άνθρωπος επαναστάτης, δε φώναζε το δίκαιο του. Υπηρέτησε τη δικτατορία του Μεταξά και προφανώς να υπηρετούσε και την πρόσφατη αν δεν είχε αποσυρθεί. Η δήλωση που έκανε κατόπιν πιέσεως εναντίον της δικτατορίας καταδίκαζε καταστάσεις κι όχι πρόσωπα. Πίστευε πως το τέλος της θα ήταν δραματικό, μια οδυνηρή κάθαρση όπως και στους Πέρσες του Αισχύλου. Η στάση του αυτή δεν μειώνει την ποίηση του. Αντίθετα δείχνει τη μεγάλη του ειλικρίνεια και την πίστη πως η αδικία θα καταπατηθεί αργά ή γρήγορα. Το Ναι έρχεται σαν απάντηση στη φωνή της σύνεσης και δείχνει τη σύμφωνη γνώμη του ποιητή με τους προηγούμενους στίχους έστω κι αν δεν εκφράζουν την άποψη του.
«Ο μαντατοφόρος τρέχει». Σύνδεση με τον Αισχύλο. Αυτοί που ήθελαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο, οι Πέρσες, γίνονται τώρα οι Άγγλοι, γίνονται όποιοι ξεπερνούν το μέτρο, όποιοι φτάνουν στην ύβρη. Όπως εκείνοι έτσι κι αυτοί θ’ ακούσουν μια μέρα, όσος καιρός κι αν χρειαστεί, το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας (της Σαλαμίνας του 480 π.Χ. και της Σαλαμίνας της Κύπρου του 1953).
Το ποίημα τελειώνει με το συσχετισμό Παλαιάς Διαθήκης και Αισχύλου. Το κοινό ανάμεσα τους είναι η ιδέα της δικαιοσύνης, της αποκατάστασης της ηθικής τάξης, της κάθαρσης. Στο ποίημα κυριαρχεί η τιμωρία της Ύβρης. Ο Σεφέρης κάπου λέει πως ο Ξέρξης νικήθηκε επειδή θέλησε να μαστιγώσει τη θάλασσα.
Όταν ξέσπασε η επανάσταση στην Άρτα, ο Μακρυγιάννης άκουσε ένα μπέη να λέει: «πασάδες και μπέηδες θα χαθούμε, θα χαθούμε!... Αδικήσαμε το ραγιά και από πλούτη κι από τιμή και τον αφανίσαμε και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε ντουφέκι». Την αιτία της ελληνικής επανάστασης και του ολέθρου των Τυράννων τη διατυπώνει ο Μακρυγιάννης με μια λέξη στο στόμα ενός αντίπαλου, όπως ο Αισχύλος βάζει τους εχθρούς να μιλούν για την καταστροφή της Σαλαμίνας. «Θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε».
Αυτή είναι και η γραμμή που διέπει τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Η Κύπρος θα ελευθερωθεί γιατί αυτό επιβάλλει η αποκατάσταση του μέτρου και της δικαιοσύνης στα οποία με τόσο πάθος πιστεύει ο Σεφέρης.























Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου