Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Το ψαράκι της γυάλας, Μ. Χάκκα


Θέμα: Ο συγγραφέας παρακολουθεί τη συμπεριφορά ενός απλού ανθρώπου με αγωνιστικό παρελθόν κατά την 21η Απριλίου 1967, ημέρα του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών και της επιβολής της στρατιωτικής χούντας στην Ελλάδα.

Ο χρόνος του διηγήματος διευρύνεται με αλλεπάλληλες αναδρομές στο παρελθόν του ήρωα (Ιούλης του 1965, χρόνια νιότης του ήρωα).

Χώρος του έργου είναι κάποιες περιφερειακές συνοικίες της Αθήνας όπου ο ήρωας κάνει ένα μεγάλο περίπατο με τέρμα το σπίτι του (Βύρωνα, Δάφνη  ως την Καλλιθέα, Καισαριανή). Το σπίτι του ήρωα είναι έντονα παρόν μέσα στο διήγημα.

Ήρωας του έργου είναι ένας καθημερινός ανώνυμος αντιηρωϊκός  άνθρωπος. Ανώνυμος ίσως γιατί αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση και πολλών άλλων ανθρώπων με ανάλογη πορεία. Στα νιάτα του υπήρξε αγωνιστής. Πέρασε τη ζωή του με στερήσεις, στη φυλακή, στην εξορία. Στην πορεία του χρόνου ο ήρωας αποστασιοποιείται. Βελτιώνεται η οικονομική του κατάσταση και ξεκόβει σταδιακά από το αγωνιστικό του παρελθόν. Παρά τη διατήρηση κάποιας επαφής με το παρελθόν του «κατά παραγγελία», στην ουσία ο ήρωας έχει μετατραπεί σ’ ένα άτομο ανενεργό, ουδέτερο πολιτικά που προσαρμόστηκε και συμβιβάστηκε με την κρατούσα κατάσταση και αλλοτριώθηκε ιδεολογικά. Η αποφασιστικότητα και το θάρρος των προηγούμενων χρόνων έδωσαν τη θέση τους στη διστακτικότητα και στο φόβο. Τότε ήταν έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα, τώρα δε βάζει σε κίνδυνο τη ζωή του. Το παρελθόν φαντάζει μακρινό, είναι πια μια ανάμνηση και όχι μια φρικτή πραγματικότητα.
Η περιποίηση λοιπόν του ψαριού στο τέλος του διηγήματος γίνεται το πρόσχημα, η φτηνή δικαιολογία για το συμβιβασμό του. Γίνεται η πρόφαση για τη συγκάλυψη της  δειλίας τους. Η δική του επιβίωση ταυτίζεται με την επιβίωση του ψαριού. Μέσα από το εύρημα του συγγραφέα φαίνεται όλο το θέμα της αλλοτριωμένης πορείας του ήρωα που είναι μια κλιμακωτή καθοδική πορεία από την ενεργό αγωνιστική στάση στην ανενεργό συμβιβαστική πολιτική. Έτσι ο ήρωας είναι ένας άνθρωπος με περιορισμένες δυνάμεις, με ανθρώπινες αδυναμίες και διλήμματα.

Επίπεδα που κινείται ο ήρωας
Παρελθόν: Πολιτικά ενεργός αγωνιστής. Πολιτική αντίθεση προς την κρατούσα κατάσταση. Συνέπειες της στάσης αυτής υπήρξαν οι στερήσεις, η εξορία και οι φυλακίσεις.

Παρόν: α) Ιουλιανά 1965: Ο ήρωας είναι ημιενεργός πολιτικά. Με την κάλυψη του «καρπουζιού» συμμετείχε στις συγκεντρώσεις. Η οικονομική και κοινωνική του άνοδος οδηγεί στην αστικοποίηση με συνέπειες τον εφησυχασμό και την υποβάθμιση της πολιτικής συνείδησης.

Παρόν: β) Δικτατορία 1967: Ο ήρωας είναι πολιτικά ανενεργός. Προσαρμόστηκε, συμβιβάστηκε. Έχει πια βολευτεί και αυτό οδηγεί στην πολιτική του αποστράτευση και στην αλλοτρίωση.

Η άμβλυνση της αγωνιστικότητας του ήρωα είναι αποτέλεσμα της οικονομικής του αποκατάστασης και αστικοποίησης. Στα 1967 ο ήρωας εντάχθηκε πια στο σύστημα. Η διάψευση και η προδοσία των αγώνων του ήρωα καθώς και η πολιτική αστάθεια ενισχύουν την ευδαιμονιστική στάση που υιοθετεί ο ήρωας.

Υπόλοιπα πρόσωπα του διηγήματος: Είναι ασήμαντα. Τυπικοί εκπρόσωποι τους είναι ο άντρας της ξαδέρφης και ο άντρας με τα ψώνια.
Ο πρώτος ενσαρκώνει τους τελείως ανυποψίαστους και αδιάφορους πολίτες, τους πλήρως αλλοτριωμένους και αποπροσανατολισμένους.
Ο άνθρωπος με τα ψώνια συμβολίζει την κομφορμιστική συμπεριφορά που αποπροσωποποιεί το άτομο και το κάνει να ενεργεί σύμφωνα με τη θέληση της εξουσίας προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωση του, θυσιάζοντας όμως την αξιοπρέπεια και την ηθική του ακεραιότητα.

Στάση του αφηγητή απέναντι στον ήρωα: Σε πολλά σημεία ο αφηγητής μιλά με ειρωνεία για την αδυναμία του ήρωα. Χλευάζει τις φτηνές δικαιολογίες του αλλά στο τέλος δεν τον καταδικάζει εντελώς. Δείχνει κάποια κατανόηση για τον παλιό αγωνιστή που κουράστηκε και δεν έχει τη δύναμη πια να συνεχίσει. Βολεύτηκε πια στα υλικά αγαθά αλλά διατηρεί κάποιες ηθικές αναστολές και δε συμβιβάζεται τελείως αβασάνιστα. Η τραγικότητα του ήρωα έγκειται στο ότι προσπαθεί να περισώσει κάποια συνέπεια στη ζωή του αλλά αδυνατεί να συμμετάσχει στις όποιες αντιδράσεις κατά της επιβολής του πραξικοπήματος. Ο συγγραφέας μέσα από την επιλογή του ανώνυμου ήρωα δείχνει τη φθορά του σύγχρονου ανθρώπου, την αλλοτρίωση του και την τραγικότητα του.

Τεχνική του συγγραφέα: Η αφήγηση αρχίζει in media res. Γίναται από ένα αφηγητή που παρακολουθεί τον ήρωα βήμα προς βήμα. Κυρίως παρακολουθεί τις ψυχικές μεταπτώσεις του ήρωα καθώς κινείται από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα.
Η αφήγηση στο διήγημα γίνεται σε γ΄πρόσωπο. Ο αφηγητής συμμετέχει στη δράση. Είναι παντογνώστης, καθώς γνωρίζει το παρόν αλλά και το παρελθόν του ήρωα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα του.
Πραγματικός διάλογος υπάρχει μόνο με τον άντρα της εξαδέλφης. Υπάρχουν όμως σε διάφορα σημεία εσωτερικοί μονόλογοι ή διάλογοι με τον εαυτό του. Μερικές φορές ο αφηγητής παρεμβαίνει με δικά του σχόλια όπως π.χ. για την αξία των αντικειμένων. Η χρήση του «μας»  («ο άνθρωπος μας») δηλώνει την ταύτιση του αφηγητή με ένα ευρύτερο σύνολο ανθρώπων-παρατηρητών και τη διάθεση παρουσίασης του ήρωα ως «χαρακτηριστικής περίπτωσης».
Βασικός άξονας του διηγήματος είναι η αντίθεση ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν του ήρωα.
Ο συγγραφέας δίνει ένα ειρωνικό τόνο στην αφήγηση του όταν μιλά για την παραλλακτική αξία των αγαθών και για τις ικανότητες των αστυνομικών να εντοπίσουν τους παραλλάκτες ή όταν περιγράφει τη βολεμένη ζωή του παλιού αγωνιστή. Όμως στο βάθος δείχνει κατανόηση για τη συμπεριφορά του ήρωα που ο ίδιος έπλασε. Αυτός ο άνθρωπος έχει πληρώσει πολύ ακριβά τον αγώνα του για τη δημοκρατία. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο συγγραφέας δε συμφωνεί με την παραίτηση του, του αναγνωρίζει την ανάγκη να ηρεμήσει, κατανοώντας ταυτόχρονα ότι τα όσα υπέστη στο παρελθόν τον έχουν ταλαιπωρήσει. Γι’ αυτό και, παρά τον ειρωνικό τόνο, δίνει και μια πιο κωμική, ελαφριά διάσταση στο διήγημα του.

Σκηνή του εμβατηρίου: Με την επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος, το ραδιόφωνο μετέδιδε συνέχεια στρατιωτικά εμβατήρια. Ο ήρωας του διηγήματος ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι τόσο αυτός όσο και ο άλλος άνθρωπος, που περπατούσε μπροστά του φορτωμένος τρόφιμα, βάδιζαν ακολουθώντας το ρυθμό του εμβατηρίου. Αυτό υποδηλώνει ότι και οι δύο είχαν αποδεκτεί παθητικά το νέο καθεστώς. Αντί να αντισταθούν στις νέες συνθήκες, συμβιβάζονται μ’ αυτές.





† 13-12-43, Γ. Ιωάννου



Ιστορικό πλαίσιο του κειμένου
 Κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα, καθώς και στις υπόλοιπες χώρες, πραγματοποιήθηκαν αρκετές ομαδικές εκτελέσεις. Σ’ αυτές οι Γερμανοί κατακτητές θανάτωναν αντιστασιακούς, αλλά και αθώους πολίτες, ακόμα και παιδιά, σαν αντίποινα στις πράξεις εναντίον τους. Τέτοιες εκτελέσεις πραγματοποιήθηκαν στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο, στο Χορτιάτη, στην Καισαριανή και αλλού.
Το διήγημα αυτό αναφέρεται σ’ ένα συγκεκριμένο περιστατικό που τοποθετείται χρονικά στη δεκαετία του 1960. Τότε, έγινε η ανακομιδή των λειψάνων 1200 εκτελεσθέντων κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου. Αυτό το γεγονός ξύπνησε μνήμες νωπές και εφιαλτικές.

Περιεχόμενο
Ο συγγραφέας βρίσκεται σ’ έναν τόπο ομαδικής εκτέλεσης, όπως αυτές που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Εκείνη τη στιγμή συναντάται με δύο αδέλφια που ανοίγουν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους, τον οποίο εκτέλεσαν οι Γερμανοί. Αυτό το γεγονός συγκλονίζει το συγγραφέα που παρακολουθεί την ανακομιδή φανερά συγκινημένος. Ταυτίζεται με το μικρό ήρωα και προσπαθεί να έλθει στη θέση του, να αισθανθεί ό,τι εκείνος αισθάνθηκε τότε. Στην ανάγκη να προσκυνήσει τα ιερά αυτά κόκαλα ψιθυρίζει ένα «αντρίκιο» μοιρολόγι: «Μάστοροι Καλαβρυτινοί και μαρμαροχτιστάδες, / που πελεκάτε μάρμαρα και φτιάχνετε κιβούρια, / φτιάχτε και μένα’ να καλό, καλύτερο από τ’ άλλα...».
Εκείνη τη στιγμή καταφθάνει στο χώρο της ταφής μια ομάδα εγχώριων τουριστών. Δείχνουν μορφωμένοι, καταθέτουν μάλιστα ένα δάφνινο στεφάνι στο κενοτάφιο, κρατούν ενός λεπτού σιγή και κάποιος απ’ αυτούς διαβάζει το ιστορικό της εκτέλεσης των 1200 ανθρώπων, όπως το παρουσιάζει μια εγκυκλοπαίδεια.
Ύστερα, διασκορπίζονται στον τόπο της ταφής. Τριγυρνούν μιλώντας δυνατά, χωρίς να δείχνουν στο χώρο το σεβασμό που απαιτείται. Μερικοί πλησιάζουν τα δύο αδέλφια και θέλοντας να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους, αρχίζουν να τους θέτουν ερωτήσεις, δίχως να κατανοούν τον πόνο και τη θλίψη τους. Ο αδελφός του νεκρού απαντά στις ερωτήσεις τους πιέζοντας φανερά τον εαυτό του, και κάποια στιγμή παρασυρόμενος τους δείχνει το κρανίο με το σημάδι από τη χαριστική βολή. Οι τουρίστες ταράζονται και απομακρύνονται συζητώντας δυνατά. Ξαφνικά, κάποιος απ’ αυτούς ακούγεται να δικαιώνει τους Γερμανούς και να δικαιολογεί την πράξη τους ως «αντίποινα» στη δολοφονία των δικών τους από Έλληνες αντιστασιακούς. Αυτή η ύβρις προκαλεί την οργή του συγγραφέα, ενώ τα δυο αδέλφια του νεκρού ήρωα, που ακούν τα λόγια, λυπούνται ακόμα περισσότερο, σκύβουν το κεφάλι, ολοκληρώνουν την ανακομιδή και φεύγουν.
Στο τέλος ο συγγραφέας μένει μόνος στο χώρο της ταφής και εύχεται να μην έχει ποτέ ξανά στη ζωή του επαφή με «τέτοια, δήθεν εξευγενισμένα, υποκείμενα».

Πραγματολογική προσέγγιση
1η ενότητα: Ο συγγραφέας περιγράφει μέσα στο διήγημα του ένα συγκεκριμένο περιστατικό. Κάποτε βρέθηκε σ’ έναν τόπο ομαδικής εκτέλεσης. Δεν ήταν η πρώτη φορά που βίωνε κάτι τέτοιο, αλλά αυτή η φορά παρέμεινε χαραγμένη βαθιά στην καρδιά του και στη μνήμη του. Αυτό συνέβη γιατί εκείνη τη στιγμή της επίσκεψης του, έτυχε να πραγματοποιείται μια ανακομιδή λειψάνων. Τα αδέλφια ενός πατριώτη  που έχασε τη ζωή του μικρός, συλλέγουν μέσα από το χώμα τα κόκαλα του αδελφού τους.
Η τελετή της ανακομιδής περιγράφεται με ακρίβεια: Τα κόκαλα του νεκρού, αφού ξεθαφτούν με ευλάβεια, καθαρίζονται με κόκκινο κρασί και εναποτίθενται σ’ ένα οστεοφυλάκιο ή κάπου αλλού. Ταυτόχρονα, θυμίαμα ευωδιάζει τον τόπο και ένα κερί αφιερώνει τη φλόγα του στο νεκρό. Η τελετή είναι ορισμένη και γίνεται για ένα συγκεκριμένο σκοπό.
Όλη αυτή η κατανυκτική ατμόσφαιρα της ανακομιδής δημιουργεί μια πληθώρα σκέψεων και συναισθημάτων στο συγγραφέα-αφηγητή. Αισθάνεται τον πόνο και τη θλίψη των συγγενών του νεκρού και προσπαθεί κι αυτός να συμμετάσχει σ’ αυτήν. Τότε συμβαίνει κάτι καθοριστικό για την πορεία της ιστορίας του γεγονότος. Ο αδελφός του νεκρού ξεθάβει το κρανίο και διακρίνει σ’ αυτό το σημάδι από τη χαριστική βολή. Αυτό το γεγονός αποτελεί την αφετηρία για την ταύτιση του συγγραφέα με το μικρό ήρωα.
Ο συγγραφέας προσπαθεί να ταυτιστεί με το παιδί, το οποίο αν ζούσε τώρα θα είχε την ίδια ηλικία μ’ αυτόν, και να βιώσει ό,τι εκείνο βίωσε. Κοιτάζει ένα βράχο με λειχήνες και σκέφτεται ότι ο μικρός ήρωας να ζήλεψε τη ψυχή του βράχου αυτού, όταν ο εχθρός ετοιμαζόταν να το εκτελέσει. Το 16 χρονο παιδί με βεβαιότητα –σκέπτεται ο συγγραφέας- θα ήθελε να μπορούσε να μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο, σε οτιδήποτε, για να αποφύγει τη σκληρή μοίρα του. Είναι σίγουρο πως θα ζήλευε ακόμα και τα άψυχα πλάσματα γύρω του και θα τα κοίταζε ζηλόφθονα.
Η ψυχική κατάσταση ενός μελλοθάνατου είναι σίγουρα περίπλοκη. Αυτή την κατάσταση προσπαθεί ο συγγραφέας να περιγράψει εδώ. Το να ξέρει κανείς ότι θα πεθάνει σε λίγο, δημιουργεί σ’ αυτόν υπερβολική συναισθηματική φόρτιση. Ποθεί τη ζωή, τη ζηλεύει, ζηλεύει ό,τι θα παραμείνει ζωντανό ύστερα απ’ αυτόν, σκέπτεται τις ωραίες στιγμές της ζωής του, επιθυμεί τα ευχάριστα πράγματα και λυπάται για ό,τι χάνει και αφήνει πίσω του.
Μ’αυτήν τη λογική και ο αφηγητής προσπαθεί να βιώσει τα συναισθήματα του παιδιού και να έρθει στη θέση του, γνωρίζοντας όμως, πως δε θα το κατορθώσει ποτέ, διότι πάντοτε θα υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Ο ίδιος δε θα εκτελεστεί και δε θα γίνει ήρωας, δε θα θυσιαστεί.
Μέσα σ’ όλη αυτήν την ατμόσφαιρα ο αφηγητής ανακαλεί ένα αντρίκιο μοιρολόγι και το ψιθυρίζει σαν ύστατο φόρο τιμής στους αδικοσκοτωμένους ήρωες.
Στην ενότητα αυτή έχουμε ένα σύμβολο: Είναι το δέντρο, που ίσως να είχε μεγαλώσει πιο γρήγορα (να μην υπήρχε δηλαδή όταν εκτελέστηκε το παιδί), εφόσον βρήκε άφθονο λίπασμα από τόσο αίμα και τόσες εκατοντάδες σωμάτων. Το δέντρο αυτό συμβολίζει την ελευθερία, αυτήν που βιώνουμε και εμείς σήμερα, η οποία –αξίζει να σημειωθεί-είναι καρπός των θυσιών όλων των γενναίων Ελλήνων. Εξάλλου, με ενδεικτική ενάργεια ο Ανδρέας Κάλβος διαπιστώνει: «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία».

2η ενότητα: Σε αυτό το σημείο της διήγησης συμβαίνει κάτι καθοριστικό: μια ομάδα εκδρομέων καταφθάνει στον τόπο της ταφής. Η επίσκεψη των εγχώριων τουριστών στα κενοτάφια και σε τόπους ομαδικών εκτελέσεων ήταν κάτι τυπικό και συνηθισμένο στην εποχή του συγγραφές. Λογίζονταν τυπική απόδοση φόρου τιμής στους εκτελεσθέντες και έθιμο που όλοι ήταν υποχρεωμένοι, έστω και αν δεν το αισθάνονταν, να τηρήσουν.
Φυσικά, κανείς απ’ όλους τους «δήθεν» μορφωμένους τουρίστες δεν αντιλαμβάνεται το πραγματικό νόημα της θυσίας των πατριωτών, ούτε κατανοεί ότι την ελευθερία δε θα την κατακτούσαμε ποτέ (ούτε το 1945 ούτε καν το 1821) αν δεν είχαν θυσιαστεί εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων.
Όλοι αυτοί οι «τουρίστες» έρχονται ουσιαστικά ως εκδρομείς. Ενδιαφέρονται μόνο επιφανειακά για τη θυσία των νεκρών, διαβάζοντας διάφορα ψυχρά λόγια από κάποια εγκυκλοπαίδεια, και ύστερα, με μόνο στόχο να ικανοποιήσουν την περιέργεια τους, περιδιαβαίνουν το χώρο γελώντας με προκλητικό ύφος, δείχνοντας ασέβεια.
Οι άνθρωποι αυτοί υποτιμούν τη θυσία των νεκρών, περιεργάζονται τα πάντα και με κριτική διάθεση υποβιβάζουν την αξία τους. Αδιαφορούν για τα συναισθήματα των υπολοίπων. Ακόμη και την ιερή στιγμή της ανακομιδής των οστών ενός νεκρού, αυτοί οι «δήθεν» ψυχικά καλλιεργημένοι άνθρωποι, χωρίς να δείξουν καθόλου οίκτο και συμπάθεια, με ενοχλητικές ερωτήσεις, διακόπτουν τις πονεμένες αναμνήσεις και τη λύπη των συγγενών των νεκρών. Αφού τελικά λάβουν τις απαντήσεις τους και ταραχτούν από το θέαμα του κρανίου, αποφασίζουν να φύγουν, θεωρώντας ότι έχουν εκτελέσει το χρέος τους.
Επιστέγασμα της ολοκληρωτικής έλλειψης σεβασμού είναι η ύψιστη ύβρη που εκστομίζει κάποιος απ’ την τουριστική ομάδα, όταν ενδεικτικά παρατηρεί: «Καλά τους έκαναν, αφού οι άλλοι σκότωσαν στρατιώτες του κατακτητή».
Ο άνθρωπος αυτός δικαιώνει τους κατακτητές για την εκτέλεση των αθώων ανθρώπων και κανείς δε φέρνει αντίρρηση, ούτε καν ο άνθρωπος με τη στολή, ο οποίος ήταν πιθανότατα στρατιωτικός. Αυτή η προδοτική φράση μας οδηγεί στα ακόλουθα συμπεράσματα: Καταρχήν, διακρίνουμε την ανοχή όλων των ακροατών στο άκουσμα της φράσης αυτής, τόσο των υπολοίπων εκδρομέων (και του ένστολου), όσο και των συγγενών του μικρού ήρωα, που σκύβουν ακόμα περισσότερο το κεφάλι. Αυτή η στάση, από την πλευρά των τελευταίων, είναι δικαιολογημένη. Έχουν απογοητευτεί από την αγνωμοσύνη του κόσμου και έχουν πλέον συνηθίσει σε τέτοιου είδους εκφράσεις συμπεριφοράς. Αυτά τα λόγια δεν τους αγγίζουν. Συνεχίζουν να αγωνίζονται για τα ιδανικά τους και δε συμμερίζονται τις απόψεις τέτοιων «εξευγενισμένων υποκειμένων», προασπίζοντας διαρκώς τα «πιστεύω» τους.
Αντίθετα, «οι άλλοι» τουρίστες δεν έχουν ιδανικά, ούτε αξίες και προσπαθούν μόνο να επιτύχουν την υλική ευημερία και να αυξήσουν το κοινωνικό τους γόητρο με κάθε τρόπο. Δεν ενδιαφέρονται για τη θυσία των υπολοίπων, παρά μόνο για τον εαυτό τους και για τη δική τους εξασφάλιση, την ικανοποίηση των αναγκών τους, γεγονός που τους καθιστά σε ανεπίτρεπτο βαθμό εγωιστές.
Έτσι, μέσα από το διήγημα διακρίνουμε τον ιδεολογικό διχασμό ανάμεσα σ’ αυτούς που πραγματικά βίωναν τη μεταπολεμική περίοδο στην Ελλάδα, υποφέροντας από μνήμες και βιώματα, και σε άλλους που δεν αξιολογούσαν το παρελθόν, αλλά προσαρμόζονταν σ’ ένα ευκαιριακό παρόν και κερδοσκοπικό μέλλον, διαγράφοντας τις θυσίες των ομηλίκων τους ή των προγόνων τους.

Κεντρική Ιδέα
Κάθε άνθρωπος δημοκρατικός και φιλόπατρις οφείλει να αποδίδει ουσιαστικό φόρο τιμής σ’όλους εκείνους που θυσιάζοντας τη ζωή τους κατέστησαν τους υπόλοιπους ελεύθερους πολίτες.

Επιμέρους Ιδέες
Κάθε άνθρωπος οφείλει να βασίζει τη ζωή του σε κάποιες αξίες και ιδανικά, τα οποία θα υπεραμύνεται και θα προασπίζει σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής του.
Οι άνθρωποι έχουν την υποχρέωση να είναι ευγνώμονες σε όσους τους ευεργετούν και να επιδιώκουν και οι ίδιοι να κάνουν ευεργεσίες.

Σαλαμίνα της Κύπρος, Γ. Σεφέρη

Εισαγωγή Το ποίημα είναι παρμένο από τη συλλογή «Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ», που εκδόθηκε το 1955. Αρχικός τίτλος της συλλογής «...Κύπρον ου μ’ θέσπισεν». Η φράση αυτή είναι παρμένη από την τραγωδία «Ελένη», του Ευρυπίδη. Την προσφέρει ένας από τους ήρωες της τραγωδίας, ο Τεύκρος, αδελφός του Αίαντα, που μετά την άλωση της Τροίας ο Απόλλων του όρισε να πάει να εγκατασταθεί στην Κύπρο: «...ες γην εναλίαν Κύπρον, ου μ’ θέσπισεν οικείν Απόλλων ...» Τη φράση αυτή χρησιμοποιεί για λογαριασμό του ο Σεφέρης, θέλοντας να δείξει πως του ήταν σαν από τη μοίρα γραμμένο να γνωρίσει την Κύπρο και να την αισθανθεί σαν ένα θαύμα (μια ακόμη όψη του ελληνικού θαύματος), όπως αναφέρει ο ίδιος σ’ ένα επεξηγηματικό σημείωμα του στο τέλος της συλλογής: «Τα ποιήματα της συλλογής αυτής μου δόθηκαν το φθινόπωρο του 53 όταν ταξίδεψα πρώτη φορά στην Κύπρο. Ήταν η αποκάλυψη ενός κόσμου και ήταν ακόμη η εμπειρία ενός ανθρώπινου δράματος, που όποιες και να’ ναι οι σκοπιμότητες της καθημερινής συναλλαγής, μετρά και κρίνει την ανθρωπιά μας. Ξαναπήγα στο νησί το 54. Αλλά και τώρα ακόμη που γράφω τούτο σ’ ένα πολύ παλιό αρχοντικό στα Βαρώσια – ένα σπίτι που πάει να γίνει φυτό – μου φαίνεται πως όλα κρυσταλλώθηκαν γύρω από τις πρώτες, τις νωπές αισθήσεις εκείνου του αργοπορημένου φθινοπώρου. Η μόνη διαφορά είναι που έγινε από τότε περισσότερο οικείος, περισσότερο ιδιωματικός. Και συλλογιζόμουν πως αν έτυχε να βρω στην Κύπρο τόση χάρη, ίσως γιατί το νησί αυτό μου έδωσε ό,τι είχε να μου δώσει σ’ ένα πλαίσιο αρκετά περιορισμένο για να μην εξατμίζεται, όπως στις πρωτεύουσες του μεγάλου κόσμου, η κάθε αίσθηση και αρκετά πλατύ για να χωρέσει το θαύμα. Είναι περίεργο να το λέει κανείς σήμερα. Η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμα».
Μέσα από το ποίημα «Σαλαμίνα της Κύπρος» ο Σεφέρης κάνει πατριωτική ποίηση, όχι με ρητορισμούς και δημοκοπίες, αλλά με το απλό μίλημα, με τους υπαινιγμούς – με την κουβέντα – και με το χρησμοδοτικό λόγο, με το ύφος δηλαδή της προφητείας που προμηνάει την τελική επικράτηση του δικαίου στην Κύπρο και την απελευθέρωση του νησιού από τους Άγγλους κατακτητές.
Ο ποιητής παραπέμπει στην τραγωδία του Αισχύλου «Πέρσαι», παραθέτοντας κάτω από τον τίτλο ένα χωρίο: Σαλαμίνα τε τας νυν ματρόπολις των δ’ αιτία στεναγμών (και η Σαλαμίνα, που η μητρόπολη της σήμερα σ’ αυτούς τους στεναγμούς μας έχει βάλει).

Ανάλυση Ποιήματος

Ενότητα 1(Στίχοι 1-4) Το σκηνικό
Επιγραφή από την τραγωδία του Αισχύλου «Πέρσαι».


(...Και τη Σαλαμίνα που η μητρόπολη της σήμερα σ’ αυτούς τους στεναγμούς μας έχει βάλει». (Μετάφραση Γρυπάρη)


Βρισκόμαστε σε κάποιο ακρογιάλι. Πότε ήλιος, πότε ψιλή βροχή. Είναι φθινόπωρο (Νοέμβριος 1953 τέλος ποιήματος). Γύρω τριγύρω θρύψαλα από παλιά πιθάρια, κάποιες κολώνες, χωρίς σημασία πια έτσι όπως στέκονται χωρίς να υποβαστάζουν κάτι ή γέρνουν στο έδαφος. Το τοπίο συμπληρώνεται μ’ ένα εκκλησάκι, τον Άγιο Επιφάνιο που θυμίζει την ακμή μιας αυτοκρατορίας που έχει πια χαθεί. Επειδή πρόκειται για βυζαντινό κτίσμα, ο νους μας πάει οπωσδήποτε στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Το επίθετο όμως «πολύχρυση» πλαταίνει την ιστορική αναφορά σε κάθε αυτοκρατορία που πέρασε απ’ εδώ. Μυκηναϊκή, Περσική, Ρωμαϊκή, Βρετανική κ.λ.π. (Το στήσιμο των σκηνικών είναι συνηθισμένη τεχνική στην ποίηση του Σεφέρη).


Ενότητα 2 (Στίχοι 5-15) Ο ποιητής
Στίχος 5: Με τη λέξη εδώ ο ποιητής μπαίνει στη σκηνή. Το φανταζόμαστε να στέκεται εδώ σ’ αυτό το ακρογιάλι και να περιφέρει εξεταστικά τη ματιά του οδηγώντας μας κι εμάς μαζί του. Απ’ εδώ λοιπόν πέρασαν τα νέα κορμιά. Είναι ο έρωτας, η ζωή, η έντονη αντίθεση με την προηγούμενη εικόνα των ερειπίων. Το ρήμα «πέρασαν» μας σταματά. Πότε; Κάποτε σ’ένα μακρινό παρελθόν τότε που αυτή η πολιτεία έσφυζε από ζωή ή τώρα μόλις, τώρα που στέκεται εκεί ο ποιητής; Ίσως και τα δύο. Δηλαδή δεν αποκλείεται ο ποιητής στην επίσκεψή του να είδε στα ερείπια την ίδια τη ζωή, συντροφιές νέων ανθρώπων που απολάμβαναν τη θάλασσα, το ωραίο τοπίο κι η σκέψη του έτσι να οδηγήθηκε στην αντίθεση. Ναι, ερείπια τριγύρω η ζωή συνεχίζεται. Η ζωή δεν έσβησε σ’ αυτό τον τόπο και με τον ίδιο τρόπο θα συνεχιστεί.
Το «Κύριος επί υδάτων πολλών» που ακολουθεί είναι από τον ψαλμόν 28ον ψαλμό, του οποίου ο πρώτος στίχος «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων» θα χρησιμοποιηθεί στο τέλος του ποιήματος. Η σχέση του ψαλμού με τη Σαλαμίνα είναι εξωτερική και εσωτερική. Εξωτερική: Ο Σεφέρης στο ημερολόγιο του γράφει για τον Άγιο Επιφάνιο, τα ερείπια της Σαλαμίνας και παραθέτει και τρεις επιγραφές που βρέθηκαν στη Σαλαμίνα παραπέμποντας σ’ ένα περιοδικό αρχαιολογικό απ’ όπου άντλησε τις πληροφορίες για τις επιγραφές που είχαν βρεθεί το 1933. Ανάμεσα στις επιγραφές ήταν κι ο ψαλμός. Σίγουρα όμως πρέπει να υπάρχει και μια εσωτερική σύνδεση. Δηλαδή παίρνοντας αφορμή από την επιγραφή της στέρνας και ενσωματώνοντας την μέσα στο ποίημα φαίνεται να δηλώνει : «Ο Θεός βρίσκεται πάντα σ’ αυτό τον τόπο, σ’ αυτό το πέρασμα. Ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, ο δημιουργός της ζωής, αλλά και ο κύριος της Δικαιοσύνης που θα ταυτιστεί έτσι με το θεό του Αισχύλου (Τραγωδία του Αισχύλου, Πέρσαι), τον τιμωρό της Ύβρης.
Μέσα σ’ αυτή τη μυστηριακή ώρα, μέσα σ’ αυτό το βύθισμα στο οποίο οδήγησε τον ποιητή παρελθόν και παρόν φυσικά έρχεται η εντύπωση πως κάποιος είναι πλάι του. «Βήματα στα χαλίκια». Μα δεν είναι κανείς. Μονάχα μια ασώματη φωνή που δεν είναι σίγουρα άλλη από την ενδιάθετη φωνή, από τη σκέψη του ποιητή, τόσο έντονη ώστε να γεμίζει το χώρο. (Οι ασώματες κι απόκοσμες φωνές είναι χαρακτηριστικό της Σεφερικής ποίησης).


Ενότητα 3 (Στίχοι 16-34) Η προφητική φωνή
Η ενότητα αρχίζει μ’ ένα στίχο από το Μακρυγιάννη: «Η γης δεν έχει κρικέλια για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν». Βέβαια το νόημα δεν επαναλαμβάνεται αυτούσιο. Ο Μακρυγιάννης αναφέρει αυτή τη φράση στην εισαγωγή του θέλοντας να τονίσει τη συλλογικότητα. Γράφει: «Ότι κρικέλια δεν έχει η γης να την πάρει κανείς εις την πλάτη του, ούτε ο δυνατός, ούτε ο αδύνατος κι όταν είναι ο καθείς αδύνατος εις ένα πράγμα και μόνος του δεν μπορεί να πάρει το βάρος και παίρνει και τους άλλους και βοηθούν, τότε να μη φαντάζεται να λέγει ο αίτιος εγώ, αλλά να λέγει εμείς».
Ο Σεφέρης προσθέτοντας το «να φύγουν» δίνει ένα ελαφρώς διαφοροποιημένο νόημα. Ότι οι ξένοι κατακτητές ό,τι και να κάνουν δεν μπορούν να πάρουν και τη γη μαζί τους και να φύγουν. Οι κατακτητές έρχονται και παρέρχονται αλλά η γη μας θα είναι πάντα εκεί.
Η συνέχεια είναι επίσης από το Μακρυγιάννη, ο οποίος στο Α΄ κεφ. Του Β΄ βιβλίου των Απομνημονευμάτων του, μιλώντας για τον Καποδίστρια γράφει: Ο κυβερνήτης δε θέλει να ακούγει από τους Έλληνες σωτήρα και δεύτερον Θεόν τους, θέλει να είναι δούλος μιας δύναμης, να της κάμει δούλεψη – να χύσει ένα φλυντζάνι γλυκό νερό να γλυκάνει τη θάλασσα».
Στους στίχους του Σεφέρη η ιδέα που προβάλλεται είναι: οι κατακτητές δεν μπορούν όποια μέσα κι αν χρησιμοποιήσουν να ξεγελάσουν τη δίψα των κατακτημένων για ελευθερία. Δεν μπορούν με τα λίγα πράγματα που τους παρέχουν, με κάποια ίσως προνόμια, με κάποια καλοπιάσματα να τους δελεάσουν. Η λαχτάρα των Κυπρίων για ελευθερία είναι μεγάλη και πλατιά σαν τη θάλασσα. Μπορεί να τη σβήσει νερό μισό δράμι;


Στους επόμενους στίχους «Και τούτα ... οι ψυχές», η έμφαση πέφτει στην αντίθεση σώμα-ψυχή, ύλη-πνεύμα. Το σώμα υποφέρει, η ύλη φθείρεται, η ψυχή είναι κάτι που ξεφεύγει απ’ την όποια προσπάθεια του κατακτητή να την αλλάξει ή να την ξεκάμει. Τα σύνεργα είναι ασφαλώς τα μέσα που χρησιμοποίησαν όλοι οι κατά καιρούς κατακτητές. Εξισλαμισμός, προνόμια, επέμβαση στο έργο της παιδείας (ας θυμηθούμε τα αυστηρά, μέτρα των Άγγλων μετά τα Οκτωβριανά). Μα η ψυχή, η εθνική συνείδηση δεν άλλαξε.
Ο στίχος «πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν» παρουσιάζει κάποια ερμηνευτική δυσκολία. Το υποκείμενο του ξέρουν μήπως είναι τα κορμιά ή οι κατακτητές. Η δεύτερη ερμηνεία είναι πιο πιθανή, (ότι δηλ. οι κατακτητές δεν ξέρουν από ποιο χώμα είναι πλασμένοι οι άνθρωποι αυτού του τόπου, ποιο είναι το παρελθόν, ποια η ιστορία τους), όμως η ερμηνεία σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι αυτού του τόπου μπορεί να είναι αμόρφωτοι, μπορεί να μην ξέρουν ποιοι κατακτητές πέρασαν απ’ αυτό τον τόπο, αλλά η συνείδηση τους είναι πέρα για πέρα ελληνική, είναι το ίδιο συναρπαστική.
Αποτέλεσμα αυτής της εθνικής συνείδησης είναι οι επόμενοι στίχοι. Στο στ. «δεν αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ», κάποιος σχολιαστής διακρίνει την ανάλυση μιας εικόνας του Αισχύλου μ’ ένα χρώμα μακρυγιάννικο. Επίδραση απ’ το στίχο του Αισχύλου «γιατί η περηφάνια μεστώνοντας καρποφοράει ολέθρου στάχυ». Το δε μακρυγιάννικο χρώμα το δίνει ο τύπος «αστάχυ». Ο Μακρυγιάννης χρησιμοποιεί συχνά ουσιαστικά με α μπροστά (ασκούντημα).
Σ’ αυτή την Αισχύλεια εικόνα ο Σεφέρης προσθέτει μια παρόμοια «να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι». Η πίκρα, η αγανάκτηση θα φουσκώσει, θα ξεχειλίσει, θα ξεσπάσει. Είναι ο μόνος στίχος του αποσπάσματος που αναφέρεται στους κατακτημένους. Οι άλλοι έχουν το μοτίβο της ύβρης που δίνει καρπό στην άτη. Άρα αυτή η ύβρις είναι το κακό που σηκώνει κεφάλι, αυτή η ύβρη είναι που γεμίζει τον άρρωστο νου με την τρέλα. «Πώς δεν ήταν του νου βλάβη που έπιασε το γιο μου;» Ρωτά ο Δαρείος αναλογιζόμενος τη μεγάλη τρέλα του γιου του Ξέρξη ν’ αλυσοδέσει τον Ελλήσποντο και να τα βάλει μ’ όλους τους Θεούς (Πέρσαι 748-750). Βέβαια κι η ερμηνεία που δέχεται πως «το κακό που σηκώνει κεφάλι» είναι ο ξεσηκωμός των σκλάβων και πως η τρέλα είναι η ιερή τρέλα κάθε επανάστασης δεν είναι χωρίς βάση. Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς... λέει κάπου στ’ απομνημονεύματα του ο Κολοκοτρώνης. Η πρώτη ερμηνεία όμως είναι πιο πιθανή. Η ενότητα κλείνει με το «νήσος τις έστι...(στ.447)». Και πάλι ο Αισχύλος : «Είναι στη Σαλαμίνα εμπρός ένα νησάκι...» εξιστορεί ο αγγελιαφόρος στη βασίλισσα την καταστροφή του άνθους των Περσών που είχαν αποβιβαστεί στο μικρό αυτό νησί για να αποτελειώσουν τους Έλληνες που θα έφταναν ως εκεί μετά την ήττα τους στη ναυμαχία όπως λογάριαζε ο Ξέρξης. Οι Έλληνες όμως νίκησαν κι εδώ. Στο στ. νήσος τις έστι υπάρχει συμπύκνωση νοημάτων. Ο Σεφέρης βρίσκεται στην Κύπρο (νησί), μιλά για την Κύπρο. Νησί είναι και η Σαλαμίνα όπου βρήκαν οικτρό τέλος οι υπερήφανοι Πέρσες. Σαλαμίνα είναι κι η πόλη όπου στέκεται τώρα ο ποιητής κι ακούει τη μυστική φωνή. Θα επαναληφθεί άραγε η ιστορία; Ο ποιητής το πιστεύει.


Ενότητα 4 (Στίχοι 35-49) Μνήμες του πολέμου-αντίφαση διακηρύξεων και έργων
Η σκέψη του ποιητή μεταπηδά απ’ τους αλλοτινούς εχθρούς, τους Πέρσες στους τωρινούς, τους Άγγλους. Κανένας απ’ τους δύο φυσικά δεν αναφέρεται ονομαστικά. Μα καμιά αμφιβολία δεν έχουμε ότι πρόκειται γι’ αυτούς όταν μιλά για τους «φίλους του άλλου πολέμου». Υπενθυμίζει ξανά ο ποιητής τον τόπο που βρίσκεται «σ’ αυτή την έρημη συννεφιασμένη ακρογιαλιά» ενώ η σκέψη του πάει αντιθετικά σ’ αυτούς που έπεσαν πολεμώντας για κάποιες αρχές κι είναι ο ίδιος λαός που καταπατώντας αυτές τις αρχές κρατά υπόδουλη την Κύπρο. Οι εικόνες που ακολουθούν είναι όλες εικόνες θανάτου και καταστροφής.
Στην ίδια ενότητα ο ποιητής ενσωματώνει σχεδόν αυτούσια την προσευχή που είχε φτιάξει για το καράβι του ο αντιπλοίαρχος λόρδος Hugh Beresford την οποία ο Σεφέρης είχε διαβάσει (βλ. Σχόλια του βιβλίου). Η ποιητική της απόδοση έχει βέβαια τη σφραγίδα του Σεφέρη «την αρπαγή, το δόλο κι απάτη ή ακόμα ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων». Θυμίζοντας μας πάλι το Μακρυγιάννη: «γιατί τα τραβήξαμε αυτά; Γι’ αυτεινή την πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δε βρίσκουμε από κανένα. Όλο δόλο κι απάτη». «Το στέγνωμα της αγάπης» επανέρχεται συχνά στην ποίηση του Σεφέρη.


Ενότητα 5 (Στίχοι 49-60) Ο δραματικός διάλογος
Μια καινούρια φωνή μπαίνει στο ποίημα. Είναι η φωνή της σύνεσης, της υποταγής στη μοίρα. Σαν ν’ ακούεται χορός γερόντων να υποδεικνύει το αδύνατο κι ανέφικτο της πάλης με τους ισχυρούς. «Καθένας...άλλων». Δεν υπάρχει επικοινωνία, δεν υπάρχει έγνοια για τους άλλους, άτομα και λαούς. Ο καθένας κλείνεται στον κόσμο του.
Η συνετή φωνή είναι και πολλών άλλων, αλλά και του ίδιου του ποιητή. Ο Σεφέρης δεν ήταν άνθρωπος επαναστάτης, δε φώναζε το δίκαιο του. Υπηρέτησε τη δικτατορία του Μεταξά και προφανώς να υπηρετούσε και την πρόσφατη αν δεν είχε αποσυρθεί. Η δήλωση που έκανε κατόπιν πιέσεως εναντίον της δικτατορίας καταδίκαζε καταστάσεις κι όχι πρόσωπα. Πίστευε πως το τέλος της θα ήταν δραματικό, μια οδυνηρή κάθαρση όπως και στους Πέρσες του Αισχύλου. Η στάση του αυτή δεν μειώνει την ποίηση του. Αντίθετα δείχνει τη μεγάλη του ειλικρίνεια και την πίστη πως η αδικία θα καταπατηθεί αργά ή γρήγορα. Το Ναι έρχεται σαν απάντηση στη φωνή της σύνεσης και δείχνει τη σύμφωνη γνώμη του ποιητή με τους προηγούμενους στίχους έστω κι αν δεν εκφράζουν την άποψη του.
«Ο μαντατοφόρος τρέχει». Σύνδεση με τον Αισχύλο. Αυτοί που ήθελαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο, οι Πέρσες, γίνονται τώρα οι Άγγλοι, γίνονται όποιοι ξεπερνούν το μέτρο, όποιοι φτάνουν στην ύβρη. Όπως εκείνοι έτσι κι αυτοί θ’ ακούσουν μια μέρα, όσος καιρός κι αν χρειαστεί, το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας (της Σαλαμίνας του 480 π.Χ. και της Σαλαμίνας της Κύπρου του 1953).
Το ποίημα τελειώνει με το συσχετισμό Παλαιάς Διαθήκης και Αισχύλου. Το κοινό ανάμεσα τους είναι η ιδέα της δικαιοσύνης, της αποκατάστασης της ηθικής τάξης, της κάθαρσης. Στο ποίημα κυριαρχεί η τιμωρία της Ύβρης. Ο Σεφέρης κάπου λέει πως ο Ξέρξης νικήθηκε επειδή θέλησε να μαστιγώσει τη θάλασσα.
Όταν ξέσπασε η επανάσταση στην Άρτα, ο Μακρυγιάννης άκουσε ένα μπέη να λέει: «πασάδες και μπέηδες θα χαθούμε, θα χαθούμε!... Αδικήσαμε το ραγιά και από πλούτη κι από τιμή και τον αφανίσαμε και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε ντουφέκι». Την αιτία της ελληνικής επανάστασης και του ολέθρου των Τυράννων τη διατυπώνει ο Μακρυγιάννης με μια λέξη στο στόμα ενός αντίπαλου, όπως ο Αισχύλος βάζει τους εχθρούς να μιλούν για την καταστροφή της Σαλαμίνας. «Θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε».
Αυτή είναι και η γραμμή που διέπει τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Η Κύπρος θα ελευθερωθεί γιατί αυτό επιβάλλει η αποκατάσταση του μέτρου και της δικαιοσύνης στα οποία με τόσο πάθος πιστεύει ο Σεφέρης.























Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Αποχαιρετισμός, Γ. Ρίτσου

Το ποίημα  «Αποχαιρετισμός» γράφτηκε το Μάρτη του 1957 όταν η θυσία του Γρηγόρη Αυξεντίου στο κρησφύγετο του Μαχαιρά, που προκάλεσε το θαυμασμό της παγκόσμιας κοινής γνώμης, ήταν νωπή στη μνήμη των Ελλήνων και των λαών.
Αναφέρεται σ’ ένα υποθετικό μονόλογο του Γρηγόρη Αυξεντίου λίγες μόνο ώρες, ίσως λεπτά, πριν το ολοκαύτωμα του. Το ποίημα παρουσιάζει πολλή εσωτερική και εξωτερική δράση και διατυπώνει αποφθεγματικά μεγάλες αλήθειες. Ο ήρωας που μονολογεί, αποχαιρετά τον κόσμο, τη ζωή, τον τόπο του. Η θυσία του Αυξεντίου συντελέστηκε στις 3 του Μάρτη 1957.
Ο ηρωϊκός θάνατος του Αυξεντίου και η φρικτή συμπεριφορά των Άγγλων συγκλόνισε το πανελλήνιο και τις όπου γης φιλελεύθερες και δημοκρατικές ψυχές.
Ο ήρωας με πολλή ηρεμία και αυτοκυριαρχία – ούτε πως πρόκειται σε λίγο να πεθάνει – αναπολεί, σκέφτεται στιγμές και σκηνές της ζωής (του) καθημερινές, απλές αλλά και φιλοσοφεί σε μεγάλα θέματα και εξηγεί πώς και γιατί βρέθηκε εκεί στη σπηλιά. Αυτή η απλότητα, η ηρεμία και φυσικότητα, η αναφορά στο θάνατο, στη θυσία, στους αγώνες του ανθρώπου κάνουν τον ήρωα απλό και καθημερινό, του αφαιρούν κάθε υπεράνθρωπη ιδιότητα για να μεγαλώσουν ακριβώς την πράξη, τον αγώνα και τη θυσία του, να κάνουν το κατόρθωμα του υπεράνθρωπο, με παγκόσμια και αιώνια ακτινοβολία και σημασία.
Πολύ απλά, χωρίς εξάρσεις και μεγαλοστομίες παρουσιάζεται μια από τις μεγαλύτερες πράξεις: Η συνειδητή απάρνηση της ζωής που είναι η υπερνίκηση του θανάτου για την αξιοπρέπεια της ζωής.

Ανάλυση αποσπάσματος

Α΄ ενότητα: «Ποτέ ...γεια σας»
Στην αρχή ο ήρωας βρίσκεται στη σπηλιά όπου συνειδητοποιεί την ευρυχωρία της, το μεγαλείο της, τη σημασία της, σε αντίθεση με τη στενότητα της (οξύμωρο σχήμα). Είναι τόσο ευρύχωρη που χωράει το γεωγραφικό χώρο της πατρίδας με τη χλωρίδα της, το θαλασσινό της στοιχείο, αλλά και την πολιτιστική της παράδοση, την ιστορία της, τις περιπέτειες της, αλλά και τα πανανθρώπινα ιδανικά, τα οράματα όλων των ανθρώπων, τα μικρά και τα μεγάλα. Ο Αυξεντίου εδώ εκπροσωπεί την πατρίδα και το έθνος των Ελλήνων. Συνδέεται στη συνείδηση του το στόμιο της σπηλιάς με τον ήλιο απ’ όπου θα περάσει μοιραία ο μάρτυρας φλεγόμενος, χωρίς να καεί και να μεταβεί από εκεί στην αιωνιότητα, στους ουρανούς.

Ήλιος: α) σύμβολο της δικής του προσωπικής απελευθέρωσης (μέσω της
                 θυσίας)
             β) σύμβολο της απελευθέρωσης της πατρίδας και της εθνικής
                 δικαίωσης.

«μην κλαίτε»: Προτρέπει τους άλλους να μην κλάψουν γι’ αυτόν γιατί η θυσία του δε θα πάει χαμένη.

«και ξέρω τώρα, όσο ποτέ, πως είναι δυνατή η ελευθερία»: η αυτοπροαίρετη (αυτόβουλη) επιλογή του θανάτου οδηγεί τον ήρωα στη συνειδητοποίηση του δυνατού της ελευθερίας. Δηλαδή όσο υπάρχουν άνθρωποι που δε διστάζουν να αγωνιστούν και να θυσιαστούν, η ελευθερία είναι εφικτή.

Β΄ ενότητα: «Όλο σας αποχαιρετώ...Το’ μαθα»
Είναι ένας αποχαιρετισμός σε αναβαθμούς, ξανά και ξανά, ολοένα τελειώνοντας πάλι ξαναρχίζει, παρεμβάλλει μέσα στον αποχαιρετισμό αξίες και γνωμικά, δείχνοντας έτσι τη μεγάλη αγάπη του για τη ζωή.

«Ναι, η πιο μεγάλη πράξη της ζωής μας είναι η απόφαση του θανάτου μας»: ο ήρωας έχει βγει από τους λαβύρινθους του διλήμματος και έχει πάρει την απόφαση του θανάτου ενώ θα μπορούσε να τον αποφύγει. Γι’ αυτό και αξιολογεί αυτή την απόφαση ως την κορυφαία πράξη της ζωής του. Είναι μια απόφαση που υπερβαίνει τις ατομικές ανάγκες, μια απόφαση θυσίας προς τους άλλους και ύψιστη έκφραση αξιοπρέπειας.

«σαν τιμή και σα χρέος για τους άλλους»: ο ηρωϊσμός του Αυξεντίου φαίνεται από το ότι διαλέγει το θάνατο γιατί θεωρεί ότι έτσι πρέπει, είναι ένα χρέος πέρα από τον εαυτό του, είναι προς τους άλλους. Αυτή η σκέψη για τους άλλους μεγαλώνει την αξία της θυσίας του.

«Όποιος μπορεί να νικήσει μια στιγμή τη ζωή του νικάει και το θάνατο»: όταν ο άνθρωπος γίνει ηθικά ελεύθερος και νικήσει τους πειρασμούς της ζωής τότε απελευθερώνεται και από το φόβο του θανάτου. Φοβάσαι το θάνατο γιατί αγαπάς τη ζωή και δεσμεύεσαι από αυτήν.

Γ΄ενότητα: «Τα πάντα...θα σας βοηθήσω»
«Τα πάντα είναι ανύπαρκτα πριν τα σκεφτείς και πριν τα πράξεις»: ο ήρωας εδώ λέει ότι η σκέψη μόνο για θυσία χωρίς την έμπρακτη υλοποίηση δεν είναι επαρκής αλλά και η πράξη που δεν είναι αποτέλεσμα ενσυνείδητης επιλογής, είναι μια ενστικτώδης επιπόλαιη πράξη. Αυτό που απαιτείται είναι και τα δύο (σκέψη-ενσυνείδητη απόφαση-πράξη)

«Και σεις αδέλφια μου πολύ με βοηθήσατε»: στον υπεράνθρωπο αγώνα του ο ήρωας αισθάνεται θερμή την παρουσία των συντρόφων του, σύσσωμο το έθνος γύρω του, αλλά και εκείνων που αγωνίστηκαν πριν απ’ αυτόν αλλά και εκείνων στους οποίους θα παραδώσει τη σκυτάλη για να συνεχίσουν την πορεία στο μέλλον. Πιστεύει ότι οι μεταγενέστεροι του θα ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Η βεβαιότητα ότι «κάποιοι θα κλάψουν γι’ αυτόν» τον ενδυναμώνει στην απόφαση του θανάτου.

Δ΄ενότητα: «Τούτη η ώρα...Γεια σας»
«Τούτη η ώρα δεν είναι για καυχησιές και ηρωισμούς»: μπροστά στην κρισιμότητα των στιγμών, μπροστά στο θάνατο, οι καυχησιές δεν έχουν θέση. Εκδηλώνεται απλά ο συναισθηματικός πλούτος του ήρωα που δεν είναι καθόλου ασυμβίβαστος με τον ηρωϊσμό. Ενώ προτίμησε το θάνατο δε σημαίνει ότι ήταν απάνθρωπος μισητής της ζωής. Αντίθετα με τις σκέψεις που κάνει  ξεδιπλώνεται όλη η ανθρώπινη του διάσταση, η απλότητα και η γνησιότητα. Ο ήρωας ήταν πολύ ευαίσθητος, τρυφερός, συνηθισμένος,  λάτρευε τη ζωή, δεν ήταν υπεράνθρωπος.

«Τ’ αληθινό μπόι του ανθρώπου μετριέται πάντα με το μέτρο της λευτεριάς»: η αξία του ανθρώπου φαίνεται από το πόσο έτοιμος είναι να θυσιαστεί για την ελευθερία. Το ανάστημα του είναι τόσο πιο μεγάλο όσο αγαπά και εκτιμά την ελευθερία. Η δύναμη της ψυχής του κρίνεται από την εσωτερική ελευθερία. Χωρίς αυτή λέει ο ήρωας χάνεται και το νόημα της ζωής.

Ε΄ ενότητα: «Αν λυπάμαι...του φιλικού μας κόσμου»
«Αν λυπάμαι για κάτι είναι...»: Η σκέψη του ήρωα παλινδρομεί στις χαρές που ο ίδιος θα στερηθεί, ξεκινώντας από την υπέρτατη αγαλλίαση της γιορτής της απελευθέρωσης. Ο καημός του πλημμυρίζει την καρδιά του, γιατί δε θα συμμετάσχει στην οικοδόμηση του μελλοντικού ειρηνικού κόσμου αλλά ούτε θα μπορέσει να επαναλάβει τη βοήθεια που πρόσφερε στους απλούς ανθρώπους του τόπου του (να βοηθήσει τη γριά ή το γέρο αγωγιάτη, δε θα μπορεί να παίξει με τους νέους, δε θα μπορεί να διασκεδάσει με τους συνομίληκους του). Παρουσιάζεται για άλλη μια φορά ο ανθρώπινος χαρακτήρας του ήρωα και το απαράμιλλο πάθος με το οποίο αγαπά τη ζωή. Εδώ έγκειται και το μεγαλείο της θυσίας του.

«πέτρινα γόνατα του φιλικού μας κόσμου»: η λέξη πέτρινα υποδηλώνουν τη σκληρότητα του αγώνα. Τα γόνατα του φιλικού μας κόσμου είναι η ικετευτική και παρακλητική στάση του Κυπριακού λαού και αυτών που συμπάσχουν με την Κύπρο μέχρι την τελική απελευθέρωση.

Στ΄ ενότητα: «Άντε...ευχαριστώ»
«Άντε γριά μάνα, μην αρχίσεις τώρα τις κλάψες...»: σ’ ένα νοερό διάλογο με τη μητέρα του ο ήρωας προβάλλει την απαίτηση του για μια αξιοπρεπή , λεβέντικη, σπαρτιατική στάση ζωής και ταυτόχρονα εκφράζει τη βεβαιότητα ότι η μητέρα του ως γνήσια Ελληνίδα δε θα τον διαψεύσει. Της ζητά να παραμείνει περήφανη γιατί τότε ο εχθρός θα υποχωρήσει.

«Ο πατέρας θα με γνωρίσει από τις χοντρές ελληνικές κοκάλες και από το σταυρό της πατρίδας»: Η αναφορά στις «ελληνικές κοκάλες» και το «σταυρό της πατρίδας, είναι ένας ποιητικός υπαινιγμός στο ολοκαύτωμα του αλλά φανερώνουν και την ελληνορθόδοξη ταυτότητα του ήρωα. Ο ήρωας-ποιητής καθώς οδεύει στην ολοκλήρωση της θυσίας του, σε μια αυτοερωτική έξαρση νιώθει ταυτισμένος με την καρδιά της Ρωμιοσύνης. Η στάση του κόσμου, ο θαυμασμός, η εκτίμηση, η ευγνωμοσύνη, ακόμα και το πένθος δίνουν το δικαίωμα στον ήρωα να μιλά έτσι για τον εαυτό του.

Ζ΄ ενότητα: «Τώρα...για όλους»
«Η αρετή μας είναι η αμοιβαία μας χρησιμότητα»: ο ήρωας αισθάνεται ήρεμος γιατί νιώθει δίπλα του τη συμπαράσταση του συνανθρώπου του και οφείλει και αυτός να του συμπαρασταθεί διότι η αρετή του ανθρώπου στηρίζεται στην συμπαράσταση. Η ύψιστη αρετή είναι η αμοιβαία προσφορά και αλληλεγγύη. Μόνο έτσι θα πραγματοποιηθεί η αδελφοσύνη.

Η΄ ενότητα: «Με τούτη την αγάπη...Γεια σας»
«μια μέρα οι ξύλινοι σταυροί θα μπουμπουκιάσουν τριαντάφυλλα»: η κοινή προσπάθεια και η ανιδιοτελής προσφορά προς το συνάνθρωπο θα οδηγήσουν σε καλύτερες μέρες. Θα ανθίσουν οι σταυροί, θα νικήσουν οι αγωνιστές, θα υποχωρήσουν οι καταπιεστές.

«με τούτη την αγάπη θα λυγίσουμε κείνους που φέρνουν τ’ άδικο και σπέρνουνε το μίσος»: ο ήρωας πιστεύει ότι με την αγάπη προς την ελευθερία θα λυγίσει ο εχθρός. Δε θα λυγίσει με το μίσος αλλά με την αγάπη του πάσχοντα αδελφού μας.

«αυτή την ώρα δεν το ξέρω το μίσος σα να μην το’ μαθα ποτές ή να το ξέχασα»: ο ήρωας με σκοτωμένο μέσα του το Δήμιο, («Ύπνος των γενναίων», Ελύτης) διαγράφει το όραμα ενός κόσμου αγάπης και συναδέλφωσης. Η θυσία του θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός κόσμου στον οποίο θα επικρατεί αγάπη, συναδέλφωση, αλληλεγγύη, δικαιοσύνη.

Θ΄ ενότητα: «Όλο...δεν καλόβλεπα»
Σ’ όλο το ποίημα διακρίνουμε μια συνειρμική απόδοση του δραματικού χρόνου. Ξεκινώντας από το παρόν άλλοτε μετατοπίζεται στο παρελθόν και άλλοτε οραματίζεται το μέλλον. Τώρα στην οριακή στιγμή του επερχόμενου τέλους, μας δίνει συνοπτικά το χρονικό της ένταξης του στον αγώνα.

«Όλο σας αποχαιρετώ, κι ακόμα στέκω σα κάτι να’ χω να προσφέρω στον κόσμο»: ο ήρωας βρίσκεται σε τραγικό δίλημμα. Από τη μια νιώθει, ότι πρόσφερε πολύ λίγα στον κόσμο και θα ήθελε να προσφέρει ακόμη περισσότερα. Εκδηλώνει για ακόμα μια φορά την υπέρμετρη αγάπη του για τη ζωή.

«Καλή λευτεριά, γιαγιά...κι ένιωσα πως της την χρωστάω»: από την άλλη όμως αναφέρεται στη στιγμή που συνειδητοποίησε το χρέος του προς την πατρίδα.
Γριά: σύμβολο του χρέους, της ιστορίας, της παράδοσης, των προγόνων. Αντιπροσωπεύει όλο τον απλό Κυπριακό λαό αλλά και τον πόθο όλων των προγόνων για ελευθερία.

«Τη λευτεριά ο καθένας μας τήνε χρωστάει σ’ όλους»: τονίζει την αναγκαιότητα της συνεισφοράς όλων στον αγώνα. Η προσπάθεια πρέπει να είναι συλλογική. Δεν μπορεί να είναι κάποιος ελεύθερος όταν η πατρίδα είναι σκλαβωμένη.

Ι΄ ενότητα: «Και όπως...στον κόρφο μου»
«ένιωθα ν’ ανεβαίνω με τ’ αμάξι μου, μαζί κι ο μέγα κάμπος της Μεσαορίας»: ο ήρωας αισθάνεται να παίρνει το δρόμο προς τον ουρανό. Υπερρεαλιστική εικόνα. Η βαθιά συνείδηση του χρέους τον πλημμυρίζει με μια υπέρτατη ευδαιμονία, ενώ αισθάνεται το γενέθλιο χώρο της Μεσαορίας να ενώνεται με το είναι του.
Η φωτιά πλησιάζει προς το τέλος και προοικονομείται το ολοκαύτωμα του.

ΙΑ΄ ενότητα: «Κι έλεγα...Γεια σας»
Σ’ αυτούς τους στίχους διαγράφεται η ανελικτική πορεία του ανθρώπου προς την αποθέωση και η αιτιολογία της θυσίας.
Ξεκινώντας από τις βιολογικές ανάγκες, τον αγώνα επιβίωσης της ανθρώπινης καθημερινής ζωής, την υλική ευμάρεια, το όραμα της ατομικής ευτυχίας, υπερβαίνει την καθημερινή έγνοια και ανεβαίνει τους αναβαθμούς της εξωτερικής και εσωτερικής ελευθερίας, φτάνει στο φυλετικό χρέος της ελευθερίας της πατρίδας και προχωρεί στον κοινό αγώνα και ταυτίζεται με την κοινωνική συνείδηση, με τη ψυχή του σύμπαντος. Έτσι ο αγώνας του ήρωα παίρνει πανανθρώπινες διαστάσεις (χρέος για τον εαυτό του, χρέος φυλετικό, χρέος οικουμενικό).

Αναλυτικά:
Α΄ αναβαθμός: Η καθημερινή έγνοια για αντιμετώπιση καθαρά βιολογικών αναγκών (τροφή, χρήματα, έρωτας)
Ατομική ελευθερία
Φράσεις: δε φτάνει το τραπέζι,
               μήτε κάμποσος παράς στην τσέπη
               μήτε το ψωμί, μήτε το φιλί

Β΄ αναβαθμός: Η προσπάθεια, ο αγώνας να ξεσκλαβωθεί η πατρίδα του.
Εθνική ελευθερία
Φράση: τραβάει...στο ξεσκλάβωμα της πατρίδας

Γ΄ αναβαθμός: Η προσπάθεια, ο αγώνας για ξεσκλάβωμα του κόσμου
Πανανθρώπινη ελευθερία
Φράση: στο ξεσκλάβωμα του κόσμου...αγάπη για όλο τον κόσμο

«Έτσι βρέθηκα σε τούτη τη σπηλιά»: η αγάπη του για τον κόσμο, ο έρωτας για την πανανθρώπινη, παγκόσμια ελευθερία τον οδήγησαν σ’ αυτή τη σπηλιά.

«το στόμιο της βλέπει ολόισια στον ήλιο»: το νόημα του αγώνα του πλαταίνει και σκεπάζει όλο τον κόσμο, φτάνει ως τον ουρανό, με τον οποίο το συνδέει το στόμιο της σπηλιάς. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος να θρώσκει άνω, για μεγάλα ιδανικά. Γι’ αυτό και ο θάνατος του έχει σημασία γιατί γίνεται σύμβολο στο βωμό των ιδανικών. Ο ήρωας μεταβαίνει από τον αισθητό κόσμο στον υπεραισθητό, στον κόσμο της αιωνιότητας. Οδεύει προς τη φωτεινή δόξα της αθανασίας.

Ο ήλιος είναι το σύμβολο της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ειρήνης, της αγάπης, της ζωής και του πολιτισμού.
Ο ποιητικός μύθος, διαγράφοντας κύκλο, ολοκληρώνεται με το μοτίβο της σπηλιάς που ταυτίζεται με το χρυσό κωνσταντινάτο-βυζαντινός απόηχος- και το καμένο στήθος και σαν ήλιος πλέον ζεσταίνει τον κόρφο του κόσμου.
Σε ολόκληρο το ποίημα εκφράζεται η γνήσια Ελληνικότητα σε μια κορυφαία ενσάρκωση της ατομικής Ρωμιοσύνης στη μορφή του ημίθεου της κυπριακής ελευθερίας που για μια ακόμα φορά αναδύθηκε «από τα κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά», «τις χοντρές ελληνικές κοκκάλες του».




Ονήσιλος, Π. Μηχανικού

Ο Ονήσιλος υπήρξε ιστορικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ο Ονήσιλος ήταν αδελφός του βασιλιά της Σαλαμίνας, Γόργου. Γύρω στο 500 π.Χ. όταν άρχισε η Ιωνική επανάσταση επειδή ο Γόργος ήταν απρόθυμος να επαναστατήσει εναντίον των Περσών, ο Ονήσιλος με τέχνασμα του πήρε το θρόνο και υποκίνησε όλα τα βασίλεια της Κύπρου σε επανάσταση. Οι μόνοι που αντέδρασαν ήταν οι Αμαθούσιοι τους οποίους ο Ονήσιλος πολιόρκησε. Ενώ τους πολιορκούσε ήρθε μήνυμα ότι στον κάμπο της Σαλαμίνας αποβιβάστηκαν οι Πέρσες για να καταπνίξουν την εξέγερση. Ο Ονήσιλος γύρισε πίσω και στη μάχη που ακολούθησε, ενώ αρχικά νικούσαν οι Κύπριοι, στην πιο κρίσιμη στιγμή οι Κουρίεις τους οποίους ακολούθησαν τα άρματα των Σαλαμινίων πήγαν με το μέρος των Περσών. Ο Ονήσιλος μαζί με το βασιλιά των Σόλων Αριστόκυπρο, πολέμησαν ως το τέλος και έπεσαν ένδοξα στο πεδίο της μάχης. Τότε οι Αμαθούσιοι αφού έκοψαν το κεφάλι του Ονήσιλου το κρέμασαν πάνω στην πύλη της πόλης τους. Ενώ όμως ήταν κρεμασμένη η κεφαλή και ήταν πια κούφια, ένα μελίσσι μπήκε και τη γέμισε μέλι. Οι Αμαθούσιοι ζήτησαν χρησμό για το γεγονός και το μαντείο τους είπε να κατεβάσουν το κεφάλι και να το θάψουν. Και κάθε χρόνο να θυσιάζουν και να τιμούν τον Ονήσιλο ως ήρωα, πράγμα που οι Αμαθούσιοι έκαναν.

Ανάλυση του ποιήματος

Στροφή 1η και 2η :
  Το ποίημα αρχίζει μ’ ένα θαύμα, μια ανάσταση. Ο ποιητής καταλύοντας τον ιστορικό χρόνο, επαναφέρει στη ζωή τον Ονήσιλο για να τον κάνει πρωταγωνιστή στην ιστορία του. Έτσι ο χρόνος και η αιωνιότητα συγκλίνουν. Ο Ονήσιλος συνδέει την ιστορία και το θρύλο. Στέκεται μπροστά μας ολοζώντανος για να μας δικάσει και να εκδόσει τη δική μας ετυμηγορία. Είναι μάρτυρας της ελληνικότητας, έχει όλες τις αρετές του Νεοέλληνα. Είναι αρχιλεβέντης, πρότυπο ομορφιάς και ήθους.
  Ο ποιητής τον παρουσιάζει σε μια υπερρεαλιστική εικόνα, να κρατά το ίδιο του κρανίο γεμάτο μέλισσες, πράγμα που αποτελεί την υπόμνηση του πάθους αλλά και της αξίας της ιερότητας του. Η εικόνα αυτή έχει το πρότυπο της στις αγιογραφίες του Ιωάννη του Βαπτιστή που παρουσιάζεται να κρατά στο δίσκο κομμένο το κεφάλι του.

Στροφή 3η και 4η:
   Ο αυτοκατηγορούμενος ποιητής που είναι εκπρόσωπος του λαού, επικρίνει την παχυδερμία, την τύφλωση, την αναισθησία ενός ολόκληρου λαού, που δεν μπόρεσε να νιώσει, τα μηνύματα της ιστορίας. Ο αγωνιστής επαναστάτης, βασιλιάς Ονήσιλος, έστελνε από τα βάθη της ιστορίας το μήνυμα της επαγρύπνησης, το μήνυμα της αγωνιστικότητας, του προβληματισμού, της ανησυχίας αλλά δεν μπορέσαμε να το συλλάβουμε. Εμείς είμαστε βυθισμένοι στα καταναλωτικά αγαθά και τον ευδαιμονισμό. Έτσι ο Ονήσιλος έκρουε τη θύρα του κινδύνου αλλά τα σήματα κινδύνου που εξέπεμπε δεν συλλαμβάνονταν.

Στροφή 5η και 6η:
   Δε νιώσαμε τα μηνύματα των καιρών, δεν πήραμε τα μηνύματα του Ονήσιλου μέχρι που το ποδοβολητό των βαρβάρων έφτασε στη Σαλαμίνα. Η λέξη «ποδοβολητό» οδηγεί στη σκέψη μας, στην ιστορική μάχη που μας περιγράφει ο Ηρόδοτος κατά την οποία το ιππικό των Περσών συγκρούστηκε με το στρατό των Κυπρίων με επικεφαλής τον Ονήσιλο. Σ’ όλο το ποίημα πουθενά δεν ακούγεται η λέξη Τούρκοι έτσι η λέξη βάρβαροι παίρνει μια συμβολική διάσταση. Είναι οποιοιδήποτε βάρβαροι, οι οποιοιδήποτε εισβολείς. Το παρελθόν και το παρόν ενώνονται. Οι βάρβαροι είναι οι εχθροί και οι εισβολείς του τότε, είναι οι Πέρσες, αλλά και οι εχθροί και οι εισβολείς του τώρα είναι οι Τούρκοι. Ο κάμπος της Σαλαμίνας είναι ο ιστορικός χώρος όπου έδωσε την ιστορική του μάχη ο Ονήσιλος εναντίον των Περσών, αλλά είναι και ολόκληρη η Κύπρος, επομένως  η Σαλαμίνα συμβολίζει ολόκληρη την Κύπρο.
   Ο Ονήσιλος όταν οι βάρβαροι έφθασαν στην  Κύπρο φρύαξε, αγανάκτησε, θύμωσε γιατί αυτός είχε προβλέψει και φρόντισε να μας προειδοποιήσει, ενώ εμείς αγνοήσαμε τα σήματα του. Ο Ονήσιλος μας υποδεικνύει ότι δεν έπρεπε να αφήσουμε τους βαρβάρους να φθάσουν ως εδώ. Έπρεπε να είχαμε πάρει τα μηνύματα, να επαγρυπνούμε και να δράσουμε αναλόγως. Ο θυμός του Ονήσιλου υλοποιείται με το θρυμμάτισμα του κρανίου στο κεφάλι του ποιητή. Το ποίημα τελειώνει με την πικρή παραδοχή της ήττας και την ευθύνη γι’ αυτή. Ο ποιητής δε διαμαρτύρεται για την οργή του Ονήσιλου, αντίθετα δέχεται το άδοξο του τέλος και την κατάρα που τον βαραίνει. Γιατί δε στάθηκε αντάξιος της ιστορίας και της προγονικής παράδοσης. Στο πρόσωπο του ποιητή πρέπει να δούμε όλο τον κυπριακό πολιτισμό γιατί όλοι έχουν την ευθύνη τους όπως φαίνεται από το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο των στίχων: «Να μας κεντρίσουν και όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα χωρίς τίποτα να νιώσουμε».
     Το τέλος όμως του ποιήματος στο οποίο πλέον ο ποιητής μιλά σε πρώτο ενικό πρόσωπο: «Στο κεφάλι μου και έγειρα νεκρός», εξειδικεύει την ευθύνη στους πνευματικούς ανθρώπους, στους ηγέτες του λαού που αυτοί πρώτα έπρεπε να νιώσουν τα μηνύματα, αυτοί επομένως έχουν και τη μεγαλύτερη ευθύνη για ότι έγινε. Το τέλος αυτό λειτουργεί ως κάθαρση με τη νέμεση, την τιμωρία των υπαιτίων μια και το ποιητικό κείμενο συνιστά ένα δράμα με ήρωες που έφτασαν στην ύβρη.

Συμβολισμοί

Ονήσιλος: σύμβολο αγωνιστικότητας και αυτοθυσίας, προβάλλει ως πρότυπο αρετής, που με τη θυσία του οδηγείται στην αγιότητα ή την ιέρωση. Είναι ο Έλληνας της περιφέρειας που αγωνίζεται να διαφυλάξει τη φυλετική ταυτότητα του πέρα από οποιεσδήποτε πολιτικές σκοπιμότητες μιας συναλλαγής με τους βαρβάρους, τους πολιτικά ισχυρούς της περιοχής.

Καύκαλο: συμβολίζει το θάνατο που οδηγεί στην ηρωοποίηση, την αγιότητα / ιερότητα. Ο θάνατος που προεκτείνεται στην ανάσταση αλλά και στη δικαίωση. Το γυμνό κρανίο είναι ο απογυμνωμένος άνθρωπος, ο απαλλαγμένος από τις κακίες.

Μέλισσες: (πολυσημία) Εκφράζουν την αγιότητα, αγνότητα, εργατικότητα, τον αδιάκοπο προβληματισμό. Είναι όλοι αυτοί που αγρυπνούν, ανησυχούν, ρωτούν σε μια εναγώνια προσπάθεια αφύπνισης όσων αδιαφορούν και υπνώττουν. Είναι ακόμα τα μηνύματα των καιρών που ενώ συρρέουν και έρχονται επίμονα, εμείς τα αγνοούμε.

Βάρβαροι: Είναι όλες οι δυνάμεις που συντρίβουν τον ελληνισμό της Κύπρου. Πέρσες και Τούρκοι και όλοι οι κατά καιρούς κατακτητές.

Σαλαμίνα: Σύμβολο της ελληνικότητας της Κύπρου και του χώρου των αγώνων της. Ο οριακός χώρος της αναμέτρησης του ελληνισμού με τους βαρβάρους.

Το ποίημα αποτελεί ένα διάλογο, μια δραματική αναμέτρηση του ποιητή / Ελλήνων της Κύπρου με το ιστορικό μας παρελθόν, με το ιστορικό μας χρέος ως Έλληνες.

Ερωτήσεις – Απαντήσεις

1.  Ποια ήταν τα ιστορικά γεγονότα στα δέκα αυτά χρόνια;
       α) Η τουρκική ανταρσία
       β) Η ένοπλη εξέγερση των Τούρκων
       γ) Το 1964 τουρκικά αεροπλάνα βομβάρδισαν την Τηλλυρία και
       απειλήθηκε ξανά η εισβολή
       δ) Οι Τούρκοι προωθούν σταθερά τα διχοτομικά τους σχέδια
       ε) Το 1971 δημιουργείται μια εμφύλια διαμάχη που κατέληξε στο
        πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή.

2. Συγκρίνετε τις τελευταίες τρεις στροφές με τη «Σαλαμίνα της Κύπρος», του Γ. Σεφέρη και συγκεκριμένα το δραματικό μονόλογο που είναι το τελευταίο μέρος του ποιήματος.
Και στα δύο κείμενα υπάρχουν οι εχθροί, οι Πέρσες. Διαπράττουν ύβρη και εκεί οι Πέρσες, όπως ύβρη διαπράττουν στον «Ονήσιλο» και οι Κύπριοι και ειδικά ο ποιητής, γιατί δε διαφώτισε το κοινό ότι υπήρχε κίνδυνος. Και στα δύο κείμενα υπάρχει νέμεση, δηλαδή η τιμωρία, με αποτέλεσμα να τιμωρούνται οι Πέρσες στη «Σαλαμίνα» και οι Κύπριοι στον «Ονήσιλο». Κάθαρση υπάρχει και στα δύο ποιήματα, γιατί δικαιολογημένα τιμωρείται ο ποιητής στον «Ονήσιλο» και δικαιολογημένα τιμωρούνται και οι Πέρσες στη «Σαλαμίνα».

3. Συγκρίνετε τον «Αποχαιρετισμό» του Γ. Ρίτσου όσον αφορά τα πρόσωπα του κειμένου, τους κεντρικούς ήρωες, με αυτούς στον «Ονήσιλο».
Τόσο ο Ονήσιλος όσο και ο Γρηγόρης Αυξεντίου είναι σύμβολα ηρωϊκής αντίστασης, γι’ αυτό λοιπόν και στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι ήρωες είναι σύμβολα αγωνιστικότητας, ηρωϊσμού, σύμβολα αυτοθυσίας που ξεπερνούν το μέτρο και αγωνίζονται για την ελευθερία της πατρίδας τους. Αποτελούν πρότυπα προς μίμηση. Είναι ήρωες της Κύπρου αλλά και όλου του Ελληνισμού.

4. Συγκρίνετε τον κόσμό στο κείμενο το «Ψαράκι της γυάλας», του Μ. Χάκκα με τον κόσμο στον «Ονήσιλο».
Και στα δύο κείμενα οι πολίτες είναι αλλοτριωμένοι. Έχουν στραφεί στα υλικά αγαθά. Ενδιαφέρονται μόνο για την ευμάρεια, τη χλιδή, την πολυτέλεια. Δεν ενδιαφέρονται για τα πνευματικά αγαθά, ούτε και υπερασπίζονται το μαζικό συμφέρον. Είναι μαζοποιημένοι, διεστραμμένοι, εφησυχασμένοι και αδιάφοροι.